εισώστη

εισώστη
εἰσώστη, ἡ (Α)
τύμβος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυρία — και ιων. τ. πυρίη, ἡ, Α 1. ατμόλουτρο το οποίο παρασκεύαζαν ρίχνοντας σπέρματα καννάβεως ή και άλλες ευώδεις ουσίες πάνω σε διάπυρους λίθους («χρωμένους δὶς καὶ πυρίαις ἐκ λίθων διαπύρων», Στράβ.) 2. κάθε είδος εξωτερικής εφαρμογής τής θερμότητας …   Dictionary of Greek

  • υπώστη — και ὑπόστη, ἡ, Α 1. τύμβος 2. οστεοθήκη κάτω από βωμό ή ανδριάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπώστη / ὑπόστη, όπως και ο τ. εἰσώστη, είναι τ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή της με τη λ. ὀστοῦν παραμένει ανεπιβεβαίωτη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”